Κεφάλαιο 1ο

ΡΕΓΚΟΥΛΟΥΣ

Μια καστανόξανθη κουκουβάγια πέταξε πάνω από τη μικρή πλατεία της οδού Γκρίμολντ Πλέις εκείνη τη μέρα, όπως και κάθε άλλη μέρα, έχοντας το νεότερο αντίτυπο του Ημερήσιου Προφήτη δεμένο στο πόδι της. Και όπως κάθε μέρα, κανείς από τους περαστικούς δεν μπήκε στον κόπο να σηκώσει το κεφάλι του στον ουρανό, παραμερίζοντας τις ασχολίες του, ώστε να την δει να σταματά στο σπίτι με τον αριθμό 12, την οικία των Μπλακ. Εκείνη αναπόσπαστη από την εργασία της φτερούγισε γρηγορότερα και αφήνοντας μια μακρόσυρτη κραυγή μπροστά από ένα παράθυρο του δευτέρου ορόφου, έκανε μια απότομη βουτιά κατευθυνόμενη προς το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας.

Εντωμεταξύ μέσα από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου ο Ρέγκουλους Μπλακ ανακάθισε αγουροξυπνημένος στο κρεβάτι του και έτριψε τα μάτια του. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο υποδήλωνε πως ήταν περασμένες εννιά, πράγμα που σήμαινε πως για τα δικά του οράρια, είχε παρακοιμηθεί. Αν και ήταν ακόμα αρχές καλοκαιριού, το πρόγραμμα θερινής μελέτης που είχε σχεδιάσει, μαζί με τα μαθήματα πιάνου και λατινικών που διδασκόταν κατ' οίκον δεν του άφηναν πολλά περιθώρια για τεμπελιά. Έλεγξε συνοφρυωμένος το ξυπνητήρι που βρισκόταν στο κομοδίνο του για να ανακαλύψει πως οι δείκτες είχαν παγώσει στις έξι και τέταρτο. Σηκώθηκε με ένα ακατάληπτο μουρμουρητό ενώ παράλληλα σημείωνε νοητά να κάνει το ξόρκι αυτόματου κουρδίσματος στο ξυπνητήρι και ευχαριστώντας σιωπηλά την κουκουβάγια.

Μετά από πέντε χρόνια πιστής τήρησης του ίδιου προγράμματος θα περίμενε πως ο οργανισμός του είχε πλέον συντονίσει τις ανάγκες του αναλόγως, αλλά μάλλον πίεζε πολύ τον εαυτό του τελευταία. Το τρίτο έτος στο Χόγκουαρτς, με όλα τα επιπλέον μαθήματα, είχε αποδειχθεί δυσκολότερο από τις προσδοκίες του, μα ήταν αποφασισμένος πως το τέταρτο θα τον έβρισκε προετοιμασμένο. Άλλωστε ήξερε πολύ καλά πως αυτό ήταν το έτος που θα επιλέγονταν οι επιμελητές, τίτλος που προσδοκούσε να κερδίσει ο ίδιος. Απ' την άλλη πλευρά ήταν χρέος του ως γνήσιος καθαρόαιμος μάγος και συνεχιστής του ονόματος των Μπλακ να αποκτήσει κλασσική παιδεία, γι' αυτό και απ' τα επτά του είχε διδαχθεί γλώσσες, μουσική, καλλιγραφία και στοιχεία της πολιτικής του μαγικού κόσμου. Προσθέτοντας και τις προπονήσεις του Κουίντιτς, ακόμα και η παραμικρή καθυστέρηση στο πρόγραμμα του θα σήμαινε μία χαμένη μέρα.

Βγήκε από το δωμάτιο κρατώντας ένα σκουροπράσινο μανδύα και μπήκε στο μπάνιο. Ακριβώς πέντε λεπτά αργότερα έβγαινε ντυμένος και πλυμένος, με τη χωρίστρα του ολόισια στη μέση του κεφαλιού. Κατέβηκε τις σκάλες σιγομουρμουρίζοντας τα αιτήματα των τελωνίων κατά την επανάστασή τους που διάβαζε την προηγούμενη νύχτα, ώσπου μπήκε την κουζίνα όπου οι γονείς του έπαιρναν ήδη το πρωινό τους.

«Καλημέρα. Παρακοιμήθηκες σήμερα;»

Ήταν ο πατέρας του που μίλησε και δεν ακουγόταν ούτε να τον πειράζει, ούτε να τον μαλώνει. Δεν είχε σηκώσει καν το κεφάλι του από τον Ημερήσιο Προφήτη που είχε φτάσει πέντε λεπτά νωρίτερα με την κουκουβάγια του υπουργείου, αλλά τα δασιά του φρύδια ανασηκώθηκαν ελαφρά καθώς μιλούσε στο γιο του.

«Είμαι ήδη αρκετά μπροστά στο πρόγραμμά μου και ένιωθα κάπως κουρασμένος χθες βράδυ», απάντησε επίτηδες αόριστα το αγόρι. Είχε μια παθολογική αντιπάθεια στα ψέματα, γι' αυτό και φρόντιζε πάντα να τ' αποφεύγει. Είχε όμως κι αυτή τη συνήθεια να προσπαθεί να ωραιοποιεί τις καταστάσεις και να σκέφτεται υπερβολικά την άποψη που θα σχημάτιζαν οι άλλοι, ακόμα και για την παραμικρή λεπτομέρεια, ακόμα κι αν επρόκειτο για τους ίδιους του τους γονείς.

«Καλά έκανες τότε. Σήμερα στο τραπέζι καλύτερα να είσαι ξεκούραστος», μπήκε στη μέση η μητέρα του που ήταν καθισμένη δίπλα στο σύζυγό της και έδινε εντολές στον Κρίτσερ, το σπιτικό ξωτικό που αυτή τη στιγμή σκούπιζε το πάτωμα

«Άσε τη σκούπα Κρίτσερ και βάλε στον Ρέγκουλους το πρωινό του. Γρήγορα, θέλω να καθαρίσεις στην τραπεζαρία αργότερα»

«Μάλιστα Κυρά μου», βιάστηκε να απαντήσει το ξωτικό και έτρεξε άτσαλα να φέρει ένα καθαρό πιάτο το οποίο γέμισε με τηγανίτες με μέλι και κρουασάν.

«Ο κύριος θα ήθελε γάλα ή χυμό κολοκύθας;» Απευθύνθηκε στο Ρέγκουλους κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση, τόσο που η γαμψή του μύτη ακούμπησε σχεδόν το πάτωμα.

«Θα βάλω μόνος μου Κρίτερ, δεν πειράζει», απάντησε το αγόρι ενώ έπαιρνε στα χέρια του ένα κρουασάν και το δάγκωνε

Το ξωτικό υποκλίθηκε ξανά και γύρισε στην αφέντρα του.

«Άσε την κουζίνα για την ώρα», τον διέταξε εκείνη. «Το παρκέ στην τραπεζαρία θέλει δουλειά και έχουμε καλεσμένους το βράδυ».

Ο Κρίτσερ μετά από μια Τρίτη υπόκλιση, κατά την οποία τα κοκαλιάρικα πόδια είχαν ένα αδιόρατο τρέμουλο, έφυγε από το δωμάτιο με το κεφάλι σκυφτό.

Μετά την έξοδο του ξωτικού ο Ρέγκουλους ήταν ο πρώτος που έσπασε τη σιωπή.

«Πατέρα, γιατί είσαι ακόμη εδώ; Δεν θα πας στο υπουργείο;»

«Μπορούν να τα βγάλουν πέρα και χωρίς εμένα για μια μέρα. Θα περάσω απ' το γραφείο το απόγευμα κάποια στιγμή, αλλά κυρίως θα δουλέψω απ' το σπίτι σήμερα».

«Γιατί έτσι; Έχει να κάνει με το βράδυ;» Ρώτησε ο γιος του με ενδιαφέρον.

«Όχι ιδιαίτερα. Δεν έχω όρεξη να πάω στο υπουργείο με το χάος που επικρατεί».

«Συνέβη κάτι; Δεν διάβασα τίποτα στον Ημερήσιο Προφήτη τελευταία».

«Και αμφιβάλλω αν θα ασχοληθούν καθόλου με το θέμα μέχρι να λήξει» απάντησε ο μεγαλύτερος άντρας ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα του. «Όχι ότι είναι και ζήτημα ιδιαίτερης βαρύτητας βέβαια. Κάποιοι ανίδεοι ψευτοφιλελεύθεροι ανέκαθεν αναστατώνουν τον τόπο κατά καιρούς μέχρι που κατά το ενενήντα τοις εκατό των περιπτώσεων αποτυγχάνουν. Αυτή τη φορά προσπαθούν να περάσουν φιλολυκανθρωπικά μέτρα.

«Υπερασπίζονται τους λυκάνθρωπους;» απόρησε ο Ρέγκουλους. «Δεν ξέρουν πως είναι επικίνδυνοι;»

«Το κακό είναι πως δεν είναι μόνο ανενημέρωτοι αλλά και ξεροκέφαλοι. Έχουν ξεσηκώσει πολλούς ευκολόπιστους και τα δικαιώματα των λυκανθρώπων έχουν γίνει το δημοφιλέστερο θέμα συζήτησης αυτές τις μέρες. Φυσικά η στάση του υπουργείου είναι αρνητική αλλά οι φιλολυκανθρωπικοί είναι τόσο επίμονοι που ώρες-ώρες καταντούν πιο εκνευριστικοί κι απ' αυτούς που υπερασπίζονται τους Μαγκλ».

«Βρέθηκε κάτι που σε εκνευρίζει περισσότερο από τους Μάγκλ; Ελπίζω να είμαι εγώ», ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα της κουζίνας.

Εκεί, γερμένο στο κούφωμα της πόρτας στεκόταν ένα αγόρι μακριά, αχτένιστα, μαύρα μαλλιά, μαύρη φόρμα και μπλούζα με τη στάμπα ενός ανοιχτού στόματος με τη γλώσσα έξω –ρούχα που προφανώς χρησίμευαν ως πιτζάμες. Πατούσε ξυπόλυτος στα πλακάκια του δαπέδου και είχε το ένα χέρι του στην τσέπη της φόρμας του ενώ το άλλο ήταν κρυμμένο πίσω απ' την πόρτα. Η έκφράση στο πρόσωπό του έδειχνε προσποιητή προσμονή καθώς κοιτούσε τον πατέρα του στα μάτια

«Όχι, οι Μάγκλ εξακολουθούν να είναι ότι πιο άθλιο έχω δει ποτέ μου, ακόμα και συγκρινόμενοι μαζί σου», απάντησε παγερά ο άντρας.

Το αγόρι ανασήκωσε τους ώμους του με ένα υπεροπτικό χαμόγελο και κατευθύνθηκε στα ντουλάπια της κουζίνας, όπου άνοιξε ένα και έβγαλε μια κούπα ενώ παράλληλα χτυπούσε το πορτάκι ρυθμικά με τα δάχτυλα

«Πως κι έτσι πρωινός;» Ρώτησε η μητέρα του που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε σιωπηλή. Τίποτα στη φωνή της δεν θύμιζε το στοργικό τόνο μιας μάνας απέναντι στο παιδί της.

Το αγόρι έκανε μια γκριμάτσα που δεν ασχήμυνε ούτε στο ελάχιστο το όμορφο πρόσωπό του.

«Δεν φταίω εγώ που ένα χαζοπούλι αποφάσισε να κάνει ρεσιτάλ κρωξίματος έξω απ' το σπίτι… Δεν έχει φτιάξει καφέ αυτό το ηλίθιο ξωτικό;»

Ο Ρεγκ πήρε την κανάτα από το τραπέζι και του την έδωσε αμίλητος. Μυριζόταν καυγά και δεν ήθελε να ρίξει λάδι στη φωτιά.

«'Υχαριστώ», απάντησε εκείνος καθώς γέμιζε την κούπα με καφέ και καθόταν δίπλα στον αδερφό του. «Λοιπόν, για συνέχισε αυτά που έλεγε για σφάξιμο των λυκανθρώπων; Θα μείνεις μόνο εκεί ή θα εισηγηθείς για ομαδική εκτέλεση όλων των μιγάδων;»

Το τελευταίο κομμάτι απευθυνόταν στον πατέρα του που δεν έδειχνε να το διασκεδάζει.

«Δεν πρότεινα ποτέ να θανατωθούν, αν και γνωρίζω προσωπικά ορισμένους που τίποτα δεν θα τους άξιζε λιγότερο. Αλλά δεν μπορώ να δεχθώ να δουλεύω στο ίδιο γραφείο με το κάθε απόβρασμα της κοινωνίας».

«Σωστά» απάντησε το αγόρι αν και το ύφος του έλεγε το αντίθετο. «Γιατί να σκοτώσεις κάποιον, όταν μπορείς να τον αφήσεις να πεθάνει από την πείνα;»

Η ερώτηση ήχησε δυσάρεστα κυνική στ' αφτιά του Ρέγκουλους που ωστόσο παρέμενε ανέκφραστος. Ο αδερφός του είχε από πάντα αυτό το ταλέντο να δημιουργεί έντονα συναισθήματα στους γύρω του για να υπογραμμίζει τα λόγια του.

«Χαίρομαι που αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι των τρόπο λειτουργίας των δικών μας κοινωνικών στρωμάτων. Δεν είμαστε ίσα κι όμοια με λασποαίματους και μιγάδες, να το θυμάσαι αυτό».

Και η συζήτηση έφτασε επιτέλους στη δημοφιλέστερη αιτία καυγάδων στο σπίτι των Μπλακ: Την ανωτερότητα του αίματος.

Οι Μπλακ είχαν μεγαλώσει τα παιδιά τους διδάσκοντάς τους από πολύ νεαρή ηλικία, όπως και η πλειονότητα των καθαρόαιμων οικογενειών, τη σπουδαιότητα του ανόθευτου αίματος και της αγνής καταγωγής. Ο Ρέγκουλους και ο Σείριος είχαν περάσει πολλές ώρες ως παιδιά μελετώντας τα πανάρχαια, δερματόδετα βιβλία της βιβλιοθήκης των Μπλακ που στις βαριές και κιτρινισμένες σελίδες τους έκρυβαν τα γενεαλογικά δέντρα όλων των παλαιών μαγικών οικογενειών, ιστορίες για σπουδαίους προγόνους και μελέτες ιστοριογράφων για την εξέλιξη της κοινωνίας των μάγων. Είχαν περάσει επίσης ατέλειωτα βράδια να ακούν πότε τη μητέρα τους και πότε τον πατέρα τους να τους μιλούν για τους προδότες του αίματος.

Η μαγεία δεν είχε εκλείψει ποτέ μέσα στους αιώνες και αν και οι μάγοι είχαν πάντα ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνιών, είχαν κατορθώσει πάντα να διατηρούν τη μυστικότητά τους απέναντι στους Μαγκλ. Οι Μαγκλ, ήταν τα μέλη της εξωμαγικής κοινότητας, που αν και πολύ πιο αδύναμοι από τους μάγους αποτελούσαν διαρκή κίνδυνο, όπως πολύ συχνά ο Ρέγκουλους θυμόταν να του υπενθυμίζουν. Αναμφισβήτητα υπερείχαν αριθμητικά και όπως έλεγε συχνά η μητέρα τους «ένας άνθρωπος μπορεί πολύ εύκολα να πατήσει μια κατσαρίδα και να την λιώσει κάτω από το πόδι του, αλλά μια χιλιοστή κατσαρίδες δεν είναι εύκολο να γίνουν λιώμα».

Αυτό ακριβώς ήταν οι Μαγκλ για τους Μπλακ. Μερικές εκνευριστικές κατσαρίδες, αηδιαστικές αλλά παράδοξα ανθεκτικές που είχαν επιβιώσει μέσα στους αιώνες χωρίς να προσφέρουν τίποτα στη φύση, απλά επειδή μπορούσαν. Κατά συνέπεια της ύπαρξής τους υπήρχαν και οι διαφορές κατάστασης αίματος.

Ένας μάγος μπορούσε να είναι καθαρόαιμος, αν και οι δύο γονείς του ήταν μάγοι και ημίαιμος αν ήταν έστω ένας. Μερικές φορές όμως, τύχαινε ένα παιδί με γονείς απόλυτα άσχετους με τον κόσμο των μάγων να εμφανίσει μαγικές ικανότητες. Αυτοί ήταν οι Γεννημένοι-Από-Μαγκλ ή λασποαίματοι, όπως αποκαλούνταν υποτιμητικά από τις καθαρόαιμες οικογένειες.

Ο όρος είχε αποκτήσει αξιοσημείωτη δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια, ανάμεσα στους κύκλους της καλής κοινωνίας, γεγονός που εν μέρει αποδιδόταν σε έναν νεαρό μάγο με θαυμαστές ικανότητες και ηγετικές τάσεις που σταδιακά αναδυόταν στην εξουσία. Πρόσφατος απόφοιτος της σχολής Χόγκουαρτς, όπου είχε καταταγεί στον κοιτώνα του Σλίθεριν –τον κοιτώνα όπου κατά κανόνα φοιτούσαν οι Μπλακ-, με τις καλύτερες συστάσεις από όλους του τους καθηγητές και το υψηλό πνεύμα του στο πλευρό του, είχε ήδη αποκτήσει αρκετούς οπαδούς, ανάμεσα τους και τους Μπλακ. Διατεινόταν πως οι καθαρόαιμες οικογένειες θα έπρεπε να διαφυλάξουν το αίμα τους και τη γεμάτη τιμές ιστορία τους και έβρισκε βεβαίως υποστήριξη από πολλά άτομα της υψηλής κοινωνίας.

Αυτό πίστευαν και οι Μπλακ, κι αυτό προσπάθησαν να περάσουν και στα παιδιά τους. Το πέτυχαν κατά το ήμισυ αλλά ο πρωτότοκος γιος τους δεν τους έκανε τη χάρη…

Όταν ο Ρέγκουλους κι ο Σείριος ήταν μικροί ήταν πολύ κοντά μεταξύ τους. Είχαν λιγότερο από δύο χρόνια διαφορά ηλικίας κι ο Σείριος ήταν πάντα πρόθυμος να διασκεδάσει και να προστατέψει το μικρό του αδερφό. Ήταν αχώριστοι κι έπαιζαν πότε στον κήπο, όπου ο Σείριος πάντα νικούσε το Ρέγκουλους στο τρέξιμο και πότε με το μικρό σπιτικό ξωτικό τους, τον Κρίτσερ, που είχε αδυναμία στο Ρέγκουλους και έκανε το Σείριο να ζηλεύει. Άλλοτε, διάβαζαν μαζί τις ιστορίες του Μπιντλ του Βάρδου και ονειρεύονταν να μεγαλώσουν και να γίνουν, ο Σείριος δαμαστής δράκων και ο Ρέγκουλους αλχημιστής.

Όλα αυτά μέχρι τη χρονιά που ο Σείριος πήγε στο Χόγκουαρτς. Ο Ρέγκουλους θυμόταν πως είχε βάλει τα κλάματα όταν πήγαν το Σείριο στο σταθμό του Κινγκς Κρος για να πάρει το Χόγκουαρτς Εξπρές, επειδή ήθελε να πάει κι αυτός μαζί και θυμόταν τους γονείς του να του λένε πως ο Σείριος έπρεπε να πάει στο σχολείο όπου θα γινόταν σπουδαίος μάγος. Θυμόταν επίσης πως αυτά τα λόγια τους τα πήραν πίσω εκείνο κιόλας το βράδυ, όταν ο Σείριος τους έγραψε πως είχε μπει στο Γκρίφιντορ. Ο Ρέγκουλους είχε ρωτήσει τότε τους γονείς του αν γινόταν αυτό, μιας και όσες φορές κι αν είχε ακούσει για τους προγόνους του, δεν ήξερε ούτε έναν Γκρίφιντορ Μπλακ. Για μήνες αργότερα πίστευε πως είχε γίνει κάποιο λάθος και ο αδερφός του θα μεταφερόταν σύντομα στο Σλίθεριν.

Όμως τίποτα δεν άλλαξε κι ο αδερφός του έμεινε για πάντα Γκρίφιντορ. Ο Ρέγκουλους, ένα χρόνο μετά είχε μπει στο Σλίθεριν και με τον καιρό τα δύο αδέρφια απομακρύνθηκαν όλο και περισσότερο. Ο Ρέγκουλους εξελίχθηκε στο συνετό και αφοσιωμένο Μπλακ που περίμενε η οικογένειά του. Ο Σείριος έγινε το ακριβώς αντίθετο.

Αν οι γονείς τους είχαν πιστέψει έστω και για μια στιγμή πως το γεγονός ότι ο γιος τους μπήκε στο Γκρίφιντορ δεν θα δημιουργούσε προβλήματα στην οικογένειά τους έκαναν μεγάλο λάθος. Πολύ σύντομα ο μεγάλος τους γιος έκανε τις δικές του παρέες, δέχτηκε νέες επιρροές και το ατίθασο παιδί που ο μικρός του αδερφός θαύμαζε για την εξυπνάδα και τον αυθορμητισμό του μετατράπηκε σε έναν επαναστάτη έφηβο. Πολύ σύντομα αντιτάχθηκε στις πεποιθήσεις των γονιών του και ξεκίνησε να υποστηρίζει με πάθος τους Μαγκλ και να σνομπάρει τις θεωρίες περί αγνότητας του αίματος. Αρνιόταν πεισματικά να χρησιμοποιήσει τον όρο «λασποαίματος», έκανε επίτηδες παρέα με όλα τα άτομα που ήξερε ότι δεν θα ενέκριναν οι γονείς του, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και Μαγκλ και επέμενε να υιοθετεί συνήθειες των Μαγκλ και να ακούει τη μουσική τους –κι ειδικά όταν είχε νεύρα, στη διαπασών.

Ούτε ο Ρέγκουλους συμπαθούσε ιδιαίτερα τον όρο «λασποαίματος»αλλά πίστευε πως δεν έπρεπε να φοβάται κανείς τι λέξεις. Το γεγονός παρέμενε πως το αίμα τους δεν ήταν αυθεντικά μαγικό. Η καταγωγή μπορεί να μην ήταν το παν, ήταν όμως μεγίστης σημασίας, ειδικά στο μαγικό κόσμο όπου σου πρόσφερε ευκαιρίες για να φτάσεις ψηλά. Ο Ρέγκουλους ήξερε πως ήταν θέμα τύχης που γεννήθηκε ως μέλος καθαρόαιμης οικογένειας και ήταν ευγνώμων γι' αυτό, σε αντίθεση με τον αδερφό του που ήταν πολύ περήφανος για να νιώσει ευγνωμοσύνη, έστω και για την τύχη του. Κι ο Ρέγκουλους ένιωθε συχνά συμπόνια για τους λασποαίματους αλλά έτσι είχαν τα πράγματα, να είναι εκείνοι από τη φύση τους ένα σκαλί παρακάτω, δεν μπορούσαν ν' αλλάξουν. Ποιος είπε άλλωστε πως η ζωή είναι δίκαιη;

«Το ότι δεν είσαι ίσα κι όμοια με κάποιον δε συνεπάγεται πως είσαι κα καλύτερος», είπε ο Σείριος επαναφέροντας τον Ρέγκουλους στην πραγματικότητα.

«Αναρωτιέμαι τι θα κάνεις μόλις σου τελειώσουν οι εξυπνάδες που έχεις και λες», απάντησε με σχετική ψυχραιμία η μητέρα του.

«Δεν τελειώνουν», χαμογέλασε μειλίχια ο Σείριος. «Είναι σαν τους Μαγκλ. Παράγονται καινούριες κάθε μέρα για να σου δυσκολεύουν τη ζωή».

«Ευτυχώς, τις πρώτες μπορούμε να τις ξεφορτωθούμε ευκολότερα απ' τους δεύτερους.» απάντησε εκείνη.

«Και τι καινούριο είναι λοιπόν αυτό; Εκτός από τους λασποαίματους ερωτεύτηκες και τους λυκανθρώπους;» τον ρώτησε ο πατέρας τους.

«Πιστεύω ότι δικαιούνται όσα απαιτούν»

«Κρίμα τότε που το τι πιστεύεις εσύ δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο».

«Γιατί να μην ενδιαφέρει κανέναν άλλο;»

Το αγόρι για πρώτη φορά απ' όταν μπήκε στην κουζίνα έδειχνε σοβαρό.

«Γιατί δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάς», ο πατέρας του σήκωσε τελικά τα μάτια του για να κοιτάξει το γιο του αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο. «Συνεπώς η γνώμη σου δεν έχει και μεγάλη ισχύ».

«Έχω διαβάσει για την υπόθεση στον Ημερήσιο Προφήτη και για τους λυκανθρώπους στα βιβλία του Χόγκουαρτς…» ξεκίνησε ο Σείριος.

«Και νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα ως συνήθως», τον έκοψε ο πατέρας του κατεβάζοντας την εφημερίδα του. «Στη θεωρία όμως όλα είναι απλά. Όταν γνωρίζεις έναν αληθινό λυκάνθρωπο και καταλήξεις στο συμπέρασμα πως δεν είναι ένας απολίτιστος βρομιάρης, έλα να μου εξηγήσεις τις φιλελεύθερες ιδέες σου. Μέχρι τότε, δέξου επιτέλους ότι ξέρω κάτι παραπάνω μιας και είχα την ατυχία να συναναστραφώ με κάμποσους της φάρας τους τα χρόνια που δουλεύω στο υπουργείο».

Για μια στιγμή φάνηκε πως ο Σείριος θα απαντούσε, αλλά τελικά προς μεγάλη έκπληξη του αδερφού του έφερε την κούπα του στο στόμα του και δεν ξαναμίλησε. Ο πατέρας του γύρισε στο διάβασμα της εφημερίδας του και ο καυγάς έληξε ανέλπιστα εύκολα.

Πέρασαν πέντε λεπτά στη σιωπή μέχρι η κυρία Μπλακ να απευθύνει ξανά το λόγο στο μεγαλύτερο γιο της.

«Αυτή την αηδία που πίνεις, πότε έμαθες στον Κρίτσερ να την φτιάχνει;»

«Δεν του το έμαθα. Του είπα να μάθει να το φτιάχνει και το έκανε, δουλειά του δεν είναι;»

Αυτό ήταν άλλο ένα περίεργο με τον αδερφό του, σκέφτηκε ο Ρέγκουλους. Μόλις λίγα λεπτά πριν διατεινόταν για τα δικαιώματα των λυκανθρώπων που δεν είχαν καμία σχέση με 'κείνον και τώρα παραδεχόταν πως είχε διατάξει το σπιτικό ξωτικό τους να μπει σε ένας Θεός ξέρει πόσους μπελάδες για να μάθει να φτιάχνει ένα αφέψημα των Μαγκλ.

«Ο Κρίτσερ έχει κι άλλες δουλειές εκτός από το να ασχολείται με τα καπρίτσια σου».

«Κι από πότε σε νοιάζει εσένα άμα κουράζεται ο υπηρέτης σου;»

«Αν καθυστερεί να κάνει τις δουλειές που του έχω αναθέσει εγώ για να μαθαίνει να φτιάχνει ροφήματα των Μαγκλ…»

«Τώρα που το 'μαθε, να του πω να το ξεχάσει;» Την έκοψε ο Σείριος πριν τελειώσει. «Και δεν το έμαθε και καλά. Θέλει ζάχαρη!», πρόσθεσε ύστερα πίνοντας άλλη μια γουλιά.

Ο Ρέγκουλους αμφέβαλλε κατά πόσο έφταιγε η ζάχαρη. Μόνο μια φορά, από περιέργεια είχε δοκιμάσει τον καφέ του αδερφού του και χρειάστηκαν τρία ποτήρια νερό για να διώξει την πίκρα από το στόμα του. Ο Σείριος ωστόσο το έπινε καθημερινά αντί πρωινού, αλλά απ' την άλλη ο Σείριος δεν είχε έτσι κι αλλιώς φυσιολογικές διατροφικές συνήθειες. Δεν έτρωγε ποτέ στο τραπέζι μαζί με όλη την οικογένεια και έπαιρνε κάθε γεύμα του καθυστερημένα στο δωμάτιό του. Γι' αυτό ήταν αξιοσημείωτο γεγονός το ότι είχε ξυπνήσει όσο ήταν ακόμα πρωί και βρισκόταν μαζί τους εκείνη τη στιγμή, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως συνήθως έπαιρνε πρωινό την ώρα που η υπόλοιπη οικογένεια έτρωγε μεσημεριανό.

Η συζήτηση έσβησε και πάλι και ο Σείριος έσπρωξε πίσω την καρέκλα του ισορροπώντας τη στα δύο πίσω πόδια και χασμουρήθηκε, πράγμα που δεν διέφυγε της μητέρας του.

«Νυστάζεις; Τι ώρα γύρισες χτες;»

Ήταν η τρίτη αφορμή για καυγά που εμφανίστηκε εκείνο το πρωί και ο Ρέγκουλους αναρωτιόταν για πόσο ακόμα θα ξεγλιστράει ο αδερφός του.

«Νωρίς… σχετικά», απάντησε το αγόρι με μια άνεση που κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί πως ήταν αξιοθαύμαστη. «Αλλά δεν είμαι πρωινός τύπος, όπως θα έχεις παρατηρήσει».

«Με ποιους ήσουν;» Επέμεινε η μητέρα του.

«Ενδιαφέρεσαι για τις συναναστροφές μου;»

«Όσο είσαι μέλος αυτής της οικογένειας, καλό θα ήταν να έχω τον έλεγχο του πόσο μας γελοιοποιείς.»

Ο Σείριος χαμογέλασε για άλλη μια φορά. Στο πρόσωπό του διαγραφόταν αυτή η εκνευριστική αυτοπεποίθηση που εχέμυθα ζήλευε ο Ρέγκουλους.

«Με το Τζέιμς ήμουν», απάντησε και η μητέρα του έμοιασε να ηρεμεί λίγο.

«Καθαρόαιμος τουλάχιστον, αν και τους ξέρω τους Πόττερ. Για τρεις γενιές, όλοι Γρίφιντορ… Αλλά υπάρχουν και χειρότερα.»

Ο Ρέγκουλους ακόμα θυμόταν το περιστατικό με τη νεαρή Μαγκλ τα περασμένα Χριστούγεννα

«Αλήθεια, οι γονείς του αυτού δεν το μαζεύουν το παιδί τους;»

«Γιατί, μαζεύεις εσύ το δικό σου;» Ψιθύρισε ο Σείριος τόσο σιγά που μόνο ο Ρέγκουλους τον άκουσε.

«Ελπίζω να μην έχεις κανονίσει τίποτα και σήμερα», συνέχισε η μητέρα του.

«Όχι, γιατί;» Απάντησε ο Σείριος πίνοντας την τελευταία γουλιά από τον καφέ του.

«Γιατί και να είχες θα το ακύρωνες. Σήμερα είναι το οικογενειακό δείπνο.»

Σε αυτό το σημείο ο Σείριος παραλίγο να πέσει απ' την καρέκλα του και πνίγηκε με τον καφέ. Έτρεξε βήχοντας στο νεροχύτη και αφού ήπιε νερό και η αναπνοή του επανήλθε σε φυσιολογικά επίπεδα, γύρισε στη μητέρα του με έκφραση φρίκης.

«Το ποιο;»

«Θα έρθουν η θεία και οι ξαδέρφες σου το βράδυ, στο είχα πει. Το έχουμε κανονίσει εδώ και βδομάδες.»

«Για σήμερα ήταν αυτό;» ρώτησε εκείνος με κάτι στη φωνή του να θυμίζει γκρινιάρικο νήπιο.

«Κι αυτό σημαίνει ότι θα κάνεις και δεύτερη εξαίρεση σήμερα και θα φας μαζί μας και βραδινό.»

«Γιατί επιμένεις να 'μαι κι εγώ; Καλά δεν ήταν όλες τις άλλες φορές που με διώχνατε;» διαμαρτυρήθηκε.

«Σείριε αρκετά! Καιρός είναι να αρχίσουν να γελάνε οι πάντες πίσω από την πλάτη μας, πως σ' αφήνουμε να μας κάνεις ότι θέλεις.» απάντησε η μητέρα τους. «Θα είναι εδώ στις οκτώ. Φρόντισε μέχρι τότε να έχεις πλυθεί και ντυθεί. Και να μη λες πολλά στο τραπέζι.»

Ο Σείριος σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, αναστέναξε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα μουρμουρίζοντας «κλειδώστε με στο κελάρι καλύτερα», αλλά η μητέρα του τον έπιασε από το μπράτσο και τον σταμάτησε. Με το άλλο της χέρι έπιασε το σαγόνι του και τον ανάγκασε να την κοιτάξει για να επιθεωρήσει το πρόσωπό του. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα στη σιωπή. Ύστερα η γυναίκα συνοφρυώθηκε.

«Χάλια δείχνεις, κατέληξε. Κάνε κάτι για να μην φαίνεσαι λες και σε μαζέψαμε απ' το δρόμο.»

Ο Ρέγκουλους είχε καρφωμένα τα μάτια του στο Σείριο. Κάτι στον αδερφό του δεν φαινόταν καλά και δεν ήταν η όψη απ' το ξενύχτι. Αλλά μάλλον δεν είχε όρεξη για καυγά γιατί αν ήθελε θα μπορούσε να είχε ήδη κάνει τη μάνα τους έξαλλη με μεγάλη ευκολία.

«Και μη διανοηθείς να φορέσεις αυτό το πράγμα», τελείωσε εκείνη τραβώντας για λίγο τη μπλούζα του Σείριου με τη στάμπα της πελώριας γλώσσας πριν τον αφήσει να φύγει.

Παραδόξως το αγόρι χαμογέλασε ξανά και είπε εύθυμα:

«Α, το σήμα είναι από ένα συγκρότημα των Μαγκλ. Ίσως η Μπέλα θέλει να το ακούσει. Θα της το προτείνω στο τραπέζι.»

Ύστερα έκανε μεταβολή και βγήκε απ' το δωμάτιο, ενώ η μητέρα τους ζητούσε από το Ρέγκουλους να καθίσει καλού-κακού ανάμεσα στον αδερφό του και τις ξαδέρφες τους.